- πολυβότειρα
- πολυ - βότειρα, πουλυβότειρα (βόσκω): much- or all-nourishing, epith. of the earth, Ἀχαιίς, Il. 11.770.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολυβότειρα — much fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] … Dictionary of Greek
πολυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυβοτείρῃ — πολυβότειρα much fem dat sg (epic ionic) πουλυβότειρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυβότειρα — πολυβότειρα much fem nom/voc sg (epic) πουλυβότειρα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλυβότειραν — πολυβότειρα much fem acc sg (epic) πουλυβότειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… … Dictionary of Greek
πουλυβότειρα — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα … Dictionary of Greek